διφθέρᾳ

διφθέρᾳ
διφθέραι , διφθέρα
prepared hide
fem nom/voc pl
διφθέρᾱͅ , διφθέρα
prepared hide
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διφθέρα — διφθέρᾱ , διφθέρα prepared hide fem nom/voc/acc dual διφθέρᾱ , διφθέρα prepared hide fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέρα — I Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα,… …   Dictionary of Greek

  • διφθέρα — η κατεργασμένο δέρμα στο οποίο έγραφαν, περγαμηνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διφθέρας — διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem acc pl διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέραι — διφθέρα prepared hide fem nom/voc pl διφθέρᾱͅ , διφθέρα prepared hide fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέραν — διφθέρᾱν , διφθέρα prepared hide fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кожа —    • Διφθέρα,          см. Vestimenta, Одежда, 5 …   Реальный словарь классических древностей

  • διφθερέων — διφθέρα prepared hide fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθερῶν — διφθέρα prepared hide fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέραις — διφθέρα prepared hide fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”